- καρβονύλιο
- Χημική ομάδα που συνίσταται από ένα άτομο οξυγόνου συνδεδεμένο μέσω ενός διπλού δεσμού με ένα άτομο άνθρακα (C=O). Το άτομο άνθρακα συνδέεται με το υπόλοιπο μόριο με δύο απλούς δεσμούς ή με έναν διπλό δεσμό. Αν το κ. συνδέεται με δύο αλκύλια ή αρύλια, τότε η χημική ένωση ονομάζεται κετόνη, ενώ αν το κ. συνδέεται με τουλάχιστον ένα άτομο υδρογόνου, τότε η ένωση καλείται αλδεΰδη. Η χημική δραστηριότητα των αλδεϋδών και των κετονών οφείλεται στη διαφορά ηλεκτραρνητικότητας μεταξύ του άνθρακα και του οξυγόνου του κ.· το οξυγόνο έλκει περισσότερο τα ηλεκτρόνια, με αποτέλεσμα να φορτίζεται ελαφρώς αρνητικά, ενώ ο άνθρακας με τη σειρά του αποκτά ένα ελαφρύ θετικό φορτίο. Μια σημαντική ομάδα αντιδράσεων των αλδεϋδών και των κετονών είναι οι αντιδράσεις προσθήκης στην καρβονυλική ομάδα. Με βιομηχανικές μεθόδους το κ. δημιουργείται κατά την καταλυτική οξείδωση των αλκοολών σε υψηλή θερμοκρασία καθώς και κατά την οξείδωση των υδρογονανθράκων. Η καρβονυλική ομάδα μπορεί να σχηματίσει σύμπλοκες ενώσεις με ένα ή δύο άτομα βαρέων μετάλλων, όπως το νικέλιο, ο σίδηρος ή το κοβάλτιο, κατά την αντίδραση των τελευταίων με μονοξείδιο του άνθρακα. Από αυτά τα μεταλλικά κ., το νικελοκαρβονύλιο Ni(CO)4 διακρίνεται για την τοξικότητά του, γιατί απελευθερώνει μονοξείδιο του άνθρακα σε θερμοκρασία άνω των 38°C. Μαζί με αρκετά άλλα μεταλλικά κ., επίσης, προστίθεται στη βενζίνη ως αντιπηκτικό υλικό.
* * *τοχημ. δισθενής οργανική ρίζα που αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα και ένα οξυγόνου τα οποία συνδέονται με διπλό δεσμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carbonyl < carbon- (πρβλ. λατ. carbo, -nis «άνθραξ») + -yl (κατάλ. που χρησιμοποιείται στη χημική ορολογία κατ' αποκοπήν από το hyle < ελλ. ύλη)].
Dictionary of Greek. 2013.